εξαλβανίζω

εξαλβανίζω
εξαλβάνισα, εξαλβανίστηκα, εξαλβανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αλβανικό ή ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Αλβανούς (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εκτουρκίζω).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαλβανίζω — 1. μεταβάλλω βαθμιαία ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Αλβανούς, ως προς τη γλώσσα, την εθνική συνείδηση κ.λπ. 2. μεταβάλλω κάτι και τό καθιστώ αλβανικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αλβανίζω < Αλβανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Ιω. Περβάνογλου] …   Dictionary of Greek

  • εξαλβανισμός — ο [εξαλβανίζω] η μεταβολή σε Αλβανό ή σε κάτι αλβανικό …   Dictionary of Greek

  • εξαμερικανίζω — εξαμερικάνισα, εξαμερικανίστηκα, εξαμερικανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αμερικανικό ή άνθρωπο άλλης εθνικότητας σε Αμερικανό (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εξαλβανίζω): Εξαμερικάνισε το ντύσιμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”